- κουβαριά
- η [κουβάρι]μεγάλο κουβάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
Raiponce (film, 2010) — Pour les articles homonymes, voir Raiponce. Raiponce … Wikipédia en Français
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
Λάσκαρης, Νικόλαος — (Αθήνα 1868 – 1945). Νομικός και θεατρικός συγγραφέας. Το 1888 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για μετεκπαίδευση, αλλά τελικά προτίμησε να φοιτήσει στη θεατρική σχολή του ωδείου της… … Dictionary of Greek
Μέγκουλας, Νικόλαος — (Σύρος 1868 – Μυτιλήνη 1911). Ηθοποιός του θεάτρου. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση το 1886 με τον θίασο του Σ. Αλεξιάδη, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος του δάσκαλος στη θεατρική τέχνη. Γρήγορα διακρίθηκε και υπήρξε ένας από τους πρώτους που… … Dictionary of Greek
μαλλί — το 1. τρίχωμα των ζώων, ιδιαίτερα των προβάτων. 2. στον πληθ., τα μαλλιά το τρίχωμα της κεφαλής του ανθρώπου: Είχε απαλά μακριά μαλλιά. 3. (συνεκδοχ.), οι ίνες των καρπών και των φυτών που μοιάζουν με μαλλί. 4. φρ., «Γίναμε μαλλιά κουβάρια»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)